- αὐθαίρετα
- αὐθαίρετοςself-chosenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοχειροτονούμαι — αυθαίρετα αποδίδω στον εαυτό μου τίτλο ή αξίωμα … Dictionary of Greek
αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Minos Kyriakou — Minos X. Kyriakou (alternate spelling: Minos Kiriakou) (born May 31, 1942 in Poros, Greece; in Greek: Μίνως (Μηνάς)Κυριακού) is a Greek billionaire[1] shipping magnate and businessman. He is the Chairman of Euroholdings Capital Investment… … Wikipedia
αζάπικος — η, ο [αζάπης (Ι)] αυτός που ενεργεί αυθαίρετα ή παράνομα, ατίθασος, ασύδοτος, ανυπότακτος … Dictionary of Greek
αθυρόνομος — ἀθυρόνομος, ον (Α) αυτός που παίζει με τον νόμο, που τόν χρησιμοποιεί ή τόν ερμηνεύει αυθαίρετα «ὡς ἔτυχε χρώμενος τοῑς νόμοις κατὰ τὸ δοκοῡν ἤκατὰ τὴν περίστασιν» (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω (= παίζω) + νόμος] … Dictionary of Greek
αληπασαδίζω — φέρομαι ή διοικώ όπως ο Αλή πασάς, δηλαδή αυθαίρετα και σκληρά, είμαι τυραννικός, καταπιεστικός, σκαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλή πασάς. ΠΑΡ. νεοελλ. αληπασαδισμός] … Dictionary of Greek
αυτεξούσιος — α, ο (AM αὐτεξούσιος, ον και ος, α, ον) [εξουσία] 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου 2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής νεοελλ. 1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά … Dictionary of Greek
αυτώρης — αὐτώρης, ες (Α) αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)] … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek